lördag 6 september 2008

Τι είναι και τι δεν είναι το "Λεξικό του Ρεμπέτικου"

(Το παρακάτω είναι απόσπασμα από τις εισαγωγικές σελίδες του λεξικού)


Τι είναι και τι δεν είναι αυτό το λεξικό

Πριν απ’ όλα, θέλω να εξηγήσω τι εννοώ βάζοντας σα 2ο υπότιτλο, "εγχειρίδιο ερμηνείας και υποστήριξης του αστικού λαϊκού τραγουδιού". Εχθρικές κρίσεις γιά το «ρεμπέτικο» δε γράφονται πιά. Ο «εχθρός» νικήθηκε . Αντίθετα,γράφονται ύμνοι από τους υποστηρικτές του. Το λεξικό αυτό δεν είναι υμνητικό. Προσπαθεί, όσο είναι αυτό δυνατό, να είναι αντικειμενικό. Με τη λέξη «υποστήριξη» εννοώ, ανάλυση και, στο βαθμό που το κατάφερα, εξήγηση των πολλών «γιατί».

Το λεξικό αυτό δε καμώνεται πως είναι ένα «επιστημονικό» πόνημα, αν και θα ήταν ενδιαφέρον να οριστεί κάποτε, με ακρίβεια, τι είναι « επιστημονικό» και τι όχι. Ακόμα, αν κάτι που θεωρείται «επιστημονικό» έχει αυταπόδεικτη αξία. Όπως και νά’ναι, το λεξικό αυτό είναι μιά ερασιτεχνική (εν μέρει) εργασία της καρδιάς και του ελεγχόμενου συναισθήματος. Πέρα απ’ το αν ο λεξικογράφος είναι πανεπιστημιακός ή όχι, πέρα απ’ το αν είχε στη διάθεσή του επιτελείο συνεργατών ή όχι, από το αν συμφωνεί ο τάδε ή ο δείνα με την εξήγηση και ανάλυση σημαντικών λέξεων, είναι ένα εγχείρημα συλλογής και υπερκάλυψης των λιγοστών, διάσπαρτων γλωσσαριών και γραφικών λεξικών με θέμα τη λαϊκή γλώσσα. Πιό συγκεκριμένα, δεν είναι ένα γαργαλιστικό γλωσσάρι της αργκό. Τα λήμματά του ανα- σύρθηκαν από τους στίχους ενός δείγματος που υπερβαίνει τα 10.000 τραγούδια που αφορούν την περίοδο 1900-1960. Ξανοίγεται ακόμα, λίγο πίσω από το 1900 και λίγο μετά το 1960. Στη δεύτερη περίπτωση, γι αυτούς τους συνθέτες / στιχουργούς που χρησιμοποίησαν παλιότερους στίχους τους, ή γράψαν καινούριους, χρησιμοποιώντας εκφράσεις και λέξεις του παρελθόντος.
Επειδή ο κύριος σκοπός του λεξικού είναι να μεταφραστεί στα αγγλικά, άρα να απευθυνθεί σε ένα κοινό που δε γνωρίζει τον πλούτο και την ευελιξία των εκφράσεων της λαϊκής γλώσσας, προέκυψε η ανάγκη να περιληφθούν και εξηγηθούν και λέξεις που είναι γνωστές στην Ελλάδα.

Όταν έχει πλεύσει κανείς γιά πολλά χρόνια μέσα στη θάλασσα του ρεμπ. και δεν έχει «πνιγεί» ή «κολλήσει» στο βυθό του, περνάει από διάφορα στάδια, σαν : τον
αρχικό τυφλό έρωτα, την τριβή και την εμβάθυνση στο υλικό,τη δημιουργία ερωτηματικών, επανατοποθετήσεων, επανακάμψεων και επαναφορών στον αρχικό έρωτα και τελικά, την εδραιωμένη, ώριμη αγάπη απέναντι σ’ αυτό, που δε πρέπει να σημαίνει ακλόνητη πίστη σε αμετακίνητα συμπεράσματα.

Εν αναμονή του τελικού corpus των τραγουδιών, το λεξικό αυτό θέλει να πιστεύει ότι αποτελεί προσπάθεια γιά ένα βήμα μπροστά. Ο μεγαλύτερος στόχος του είναι, να προεκτείνει την έρευνα του ρεμπ. και να δημιουργήσει διαύλους που να το ενώνουν με τη σημερινή κοινωνία και τους σημερινούς προβληματισμούς.

Το λεξικό στέκεται, βασικά, έξω από διαμάχες και συζητήσεις για το από πού προέρχεται ετυμολογικά πχ. η λέξη ρεμπέτης, ρεμπέτικο, ποιά είναι τα καθεαυτού ρεμπέτικα κλπ. Χρησιμοποιεί τον όρο «ρεμπέτικα», γιά λόγους συντομίας, και την ένδειξη ρεμπ+μικρ. Εστιάζει σε άλλες λέξεις – κλειδιά. Εξηγούνται οι λέξεις της αργκό, της πιάτσας, ή ταράφας, ή τουμπεκί, ή του σιναφιού, ή συνθηματικής, ή αμυντικής γλώσσας, όρο που πρότεινε ο Ηλίας Πετρόπουλος και τον χρησιμοποιώ κι εγώ. ΄Ενα λεξικό όμως, ορίζει τι σημαίνουν οι λέξεις και δίνει ορισμούς. Είμαι αναγκασμένος να το κάνω, εφόσον μπήκα σ’ αυτό το έργο. Ταυτόχρονα, επειδή το λεξικό αναφέρεται, κυρίως, σε ανθρώπινα συναισθήματα και λιγότερο σε περιγραφές πραγμάτων, στέκομαι αυτοκριτικός, κριτικός και καχύποπτος απέναντι στους ορισμούς, τουλάχιστο σ’ ότι αφορά σε κάποιες επίμαχες λέξεις, όπως οι παραπάνω.

Ένας ορισμός δε πρέπει να είναι μιά περιγραφή που κλείνεται σ’ ένα αποστειρωμένο δοχείο και έχει αέναη χρήση («Την αλήθεια πρέπει κανείς να την εγκαταλείπει όταν νομίζει ότι τη βρήκε» – L. Bunuel). Έχουν γίνει – και γίνονται- προσπάθειες να δοθεί ορισμός, να διευκρινιστούν οι λέξεις «ρεμπέτης», «ρεμπέτικο», «μάγκας». Μέχρι ένα σημείο είναι λογικό και αναγκαίο. Από ένα σημείο και πέρα όμως, καταντάει κωμικό. Ανάμεσα στους «ρεμπέτες» υπήρχαν διαφόρων λογιών άνθρωποι που συμμετείχαν σε ένα «τρόπο ζωής» μέχρι εκεί
πού ήθελαν, που άντεχαν, που παραδέχονταν. Επιπλέον, υπάρχει η τάση να μπαίνουν σε ένα σακί, περιγράφοντες και περιγραφόμενοι. Οι στιχουργοί και συνθέτες δηλαδή, μαζί με τους ανθρώπους που παρατήρησαν και περίγραψαν. Γιά να γίνω σαφέστερος παίρνω σα παράδειγμα, έναν άνθρωπο από τον κόσμο των συνθετών/στιχουργών, τον Βαγγέλη Παπάζογλου, πάντα σε σχέση με ότι γνωρίζουμε γι αυτό τον άνθρωπο. Ήταν ένας ταλαντούχος, ιδιαίτερος, πεισματάρης, με αρχές που δε τις παρέβαινε, παντρεμένος, αγαπούσε τη γυναίκα του.
Ας βάλουμε το ερώτημα τώρα :

Ήταν ρεμπέτης ; Ναι, σαφώς, ήταν.
Ήταν μάγκας ; Ναι, σαφώς, ήταν.
Έγραφε ρεμπέτικα τραγούδια ; Ναι, σαφώς.
Εμπίπτει η περίπτωσή του στα επιδερμικά χαρακτηριστικά που δίνονται για τους ρεμπέτες και τους μάγκες (γλεντζέδες, μποέμηδες, γυναικάδες, μπεκρήδες, μπερμπάντες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες κλπ., κλπ.; Σαφώς, όχι.

Το θέμα του «ρεμπέτικου» είναι ένα ανοιχτό και ρέον θέμα. Η μέθοδος του εγκλωβισμού του σ’ ένα αποστειρωμένο δοχείο και τα απελπισμένα, τετράγωνα συμπεράσματα, αποδεικνύουν έλλειψη γνώσης, αισθαντικότητας και ουσιαστικής επαφής με το υλικό.

Ο θάνατός του ρεμπ. ήταν, εν μέρει, φυσιολογικός και είχε πολλές αιτίες. Κανείς δε ξέρει βέβαια πως θα εξελίσσονταν αν δεν στραγγαλιζόταν το μικρασιάτικο τραγούδι. Ίσως η σημαντικότερη να ήταν η γενική κούραση από τα τραύματα του πολέμου και του εμφύλιου και η ψυχολογική ανάγκη γιά «δραστικές» πολιτιστικές αλλαγές, κάτι που χαρα- κτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες μετά από πολεμικές περιπέτειες. Στην περίπτωσή μας οι αλλαγές ήταν, ως συνήθως, επίπλαστες και συνέβηκαν, εν μέρει, εν αγνοία πάλι, ως συνήθως, του κράτους και όλων των άλλων δυνάμεων της συντήρησης. Ήταν ένα είδος «επανάστασης των νέων ενάντια... στην κατεστημένη θλίψη» (Ζάχος, Η πιάτσα -Το πάρτυ, σελ. 253, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ).

Οι ενδιαφερόμενοι/ες που θέλουν να δουν τι σήμαινε «δυτικοποίηση», «μοντερνισμός», προσπάθεια λήθης του παρελθόντος, ένα αισιόδοξο μέλλον κλπ., κλπ., μπορούν να «απολαύσουν» το φιλμ «Αυτό το κάτι άλλο!» (1963), με την Άννα Φόνσου, το Γιώργο Πάντζα και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, σε σκηνοθεσία, Γρηγ. Γρηγορίου. Μέσα σε μιά αποθέωση τραγικά ερασιτεχνικών χορογραφιών, κακόγουστων «μοντέρνων» ντεκόρ, παρακμιακό ρομαντισμό και κάκιστη ηθοποιία, διαφαίνεται πεντακάθαρα το μοντέλο της «καινούριας Ελλάδας που οδήγησε, με τα χρόνια, στο σημερινό πολιτιστικό τέλμα...

Το λεξικό αυτό δεν είναι μιά ακόμα ελεγεία πάνω στα «ερείπια» του «ρεμπ». Ίσως όμως είναι μιά ελεγεία γιά το ότι δε το συνέχισαν οι «σκυταλοδρόμοι», όπως κάναν οι μουσικοσυνθέτες της jazz, του tango, flamenco, fado...

Inga kommentarer: